- ευμένεια
- η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) [ευμενής]ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.)αρχ.1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῑον εὐμένεια», Θουκ.)2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια3. φρ. α) «ἐπ' εὐμενείᾳ» — για να κερδίσει κάποιος την εύνοιαβ) «σὺν εὐμενείᾳ» — ευμενώς, ευνοϊκά.
Dictionary of Greek. 2013.